- αμφιταλάντευση
- [-ις (-εως)] η нерешительность, колебание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμφιταλάντευση — η δισταγμός, αμφιβολία: Η αμφιταλάντευσή του για το τι θα κάνει κράτησε πολύ καιρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφιταλάντευση — η [αμφιταλαντεύομαι] αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα, αμφιβολία … Dictionary of Greek
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
αμφιταλαντεύομαι — (Μ ἀμφιταλαντεύω) νεοελλ. σκέπτομαι αν πρέπει να κάνω κάτι ή όχι, διστάζω, είμαι αναποφάσιστος μσν. σταθμίζω κάτι σε τρόπο ώστε να κλίνει εξίσου και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ταλαντεύομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιταλάντευση] … Dictionary of Greek
αναποφασιστικότητα — η το να μην παίρνει κανείς οριστική απόφαση για κάτι, διστακτικότητα, αμφιταλάντευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αποφασιστικότητα. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον εκδότη Αθανάσιο Παπαλεξανδρή] … Dictionary of Greek
δειλοσκόπηση — και δειλοσκόρπιση, η αμφιβολία, αμφιταλάντευση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δειλοσκόπηση < δειλοσκοπώ ο τ. δειλοσκόρπιση οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση τού σκορπώ, σκορπίζω] … Dictionary of Greek
διαπόρημα — το (Α διαπόρημα) [διαπορώ] απορία, αμφιβολία, αμφιταλάντευση αρχ. ανησυχία, αδημονία … Dictionary of Greek
διγνωμία — (ΜΝ) και διγνωμιά, η [δίγνωμος] η αμφίρροπη γνώμη πάνω σ ένα ζήτημα, διβουλία, αμφιταλάντευση … Dictionary of Greek
διστακτικότητα — η επιφυλακτικότητα, αμφιταλάντευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διστακτικός. Η λ. διστακτικότης μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διχοψυχία — διχοψυχία, η (AM) διχασμός τής ψυχής, αμφιταλάντευση, αβεβαιότητα στην πίστη … Dictionary of Greek
επαμφοτερισμός — (AM ἐπαμφοτερισμός) [επαμφοτερίζω] δισταγμός, ενδυασμός, αμφιταλάντευση νεοελλ. αοριστία, αοριστολογία, ασάφεια αρχ. αβεβαιότητα για τη συγγένεια, για το γένος («ἐπαμφοτερισμός τῶν τέκνων», Φίλ.) … Dictionary of Greek